πλαστικῶς

πλαστικῶς
πλαστικός
fit for moulding
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλαστικός — ή, ό / πλαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] (κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως …   Dictionary of Greek

  • Γουναρόπουλος, Γεώργιος — (Σωζόπολη Βουλγαρίας 1890 – Αθήνα 1977). Ζωγράφος. Ο Γ., γνωστός και ως Γουναρό, ήταν γιος Ελλήνων ψαράδων της Μαύρης θάλασσας. Σε ηλικία δεκαέξι ετών ήρθε στην Ελλάδα και γράφτηκε στο Σχολείο των Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική έως το 1912. Μετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”